- ισοματωρ
- ἰσομάτωρἰσο-μάτωρ-ορος (ᾱ) adj. дор. похожий на мать, весь в мать
(ἀμνός Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀμνός Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ισομάτωρ — ἰσομάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ισομήτωρ … Dictionary of Greek
ἰσομάτωρ — ἰσομά̱τωρ , ἰσομάτωρ like one s mother masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισομήτωρ — ἰσομήτωρ, δωρ. τ. ίσομάτωρ, ὁ (Α) ίσος με τη μητέρα, αυτός που επέχει θέση μητέρας («ἰσομάτωρ ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. σιδηρο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
ἰσομάτορα — ἰσομά̱τορα , ἰσομάτωρ like one s mother masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)